Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

(τέχνην τινά

См. также в других словарях:

  • επικουρώ — (AM ἐπικουρῶ, έω) [επίκουρος] βοηθώ, συντρέχω («ἀλλὰ ἑ Μοῑρα ἦγ’ ἐπικουρήσοντα μετὰ Πρίαμόν τε καὶ υἷας», Ομ. Ιλ.) μσν. υπερασπίζω αρχ. 1. (με δοτ. προσ.) βοηθώ κάποιον που βρίσκεται σε δύσκολη θέση («ἀλλ’ ἐπικουρῶν κρύβδην ἑτέροισι ποιηταῑς»,… …   Dictionary of Greek

  • FASELARES — apud Ael. Lamptid. in Anton. Hcliogab. Barbas sane mullorum tantas iubebat exhiberi, ut pro absentis, apiastris et faselaribus et faenograeco exhiberet plenis fabatariis, et discis: sunt faselt, et subint siliquae; seu faselaria, subint. grana.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PHARMACI — dicebantur olim οἱ τὰς πόλεις καθαίροντες, qui Urbes lustrabant. Eustathius ad Odyss. χ. Ο῞τι δε καὶ δἰ αἵματος ἦν κάθαρσις, αἱ ἱςτορίαι δηλοῦσιν, ὁποῖα καὶ ἡ τῶ φονἐων. οἳ αἵματι νιπτόμενει καθάρσιον ἕιχον αὐτὸ. λέγονται δὲ οἱ περὶ τὴν τοιαύτην… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εξανδρούμαι — ἐξανδροῡμαι, όομαι (Α) 1. γίνομαι άνδρας, φθάνω σε πλήρη ανδρική ηλικία («τέχνην δὲ τίνα ποτ εἶχες ἐξανδρούμενος», Αριστοφ.) 2. μεταβάλλομαι σε άνδρα 3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐξανδρούμενον, ὀρθιάζοντα» …   Dictionary of Greek

  • κατασκευάζω — (AM κατασκευάζω Α και δωρ. τ. κατασκευῶ, όω) 1. σχηματίζω, φτειάχνω κάτι από κάποιο υλικό ή από διάφορα υλικά, δημιουργώ κάτι (α. «κατασκευάζω γέφυρα» β. «κατασκευάζω ἐπιτείχισμα ἐπὶ τὴν Ἀττικήν», Δημοσθ.) 2. επινοώ με δόλιους σκοπούς,… …   Dictionary of Greek

  • παρασύρω — ΝΜΑ, παρασέρνω Ν (για ορμητικό ρεύμα) σύρω βιαίως, κυλώντας ορμητικά αρπάζω και παίρνω μαζί μου, συμπαρασύρω κάποιον ή κάτι (α. «ο χείμαρρος παρέσυρε τα πάντα» β. «του ρεύματος ἡ ὀξύτης πολλοὺς παρέσυρε», Διόδ. Σικ.) νεοελλ. 1. ρίχνω κάτω και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»